- ευωνίζω
- εὐωνίζω (Α) [εύωνος]καθιστώ κάτι εύωνο, και κατ' επέκτ. εξευτελίζω, εξουθενώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επευωνίζω — ἐπευωνίζω (Α) 1. υποτιμώ, κατεβάζω την τιμή ενός πράγματος 2. πουλώ σε πολύ χαμηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευωνίζω «εξευτελίζω, υποτιμώ»] … Dictionary of Greek